Ξεκίνησε το
χάραμα. Δεν είχε καθόλου κίνηση στην εθνική. Άνοιξε το γκάζι και η Χόντα χύμηξε
μπροστά, αδιαφορώντας για το βαρύ φορτίο της.
Τριάντα
χρόνια ζωής πακεταρισμένα στις τρεις βαλίτσες της μηχανής, σε δυο σακβουαγιάζ
πίσω και ένα μικρό μπροστά του, πάνω στο
ρεζερβουάρ.
Λίγο μετά
την Λαμία σταμάτησε για καφέ.
Κοίταξε
πίσω μακριά το Αττικό τοπίο, έστριψε ένα τσιγάρο και ρούφηξε μια γουλιά από τον
διπλό ελληνικό του.
Τα πάντα
ήταν ξεκάθαρα μέσα του. Κοίταξε προς τον Βορρά και έβγαλε τον καπνό. Μόλις οι
φίλοι του έμαθαν ότι ζήτησε μετάθεση στην επαρχία, πέσαν πάνω του για να τον
μεταπείσουν, αλλά τίποτα δεν θα το έκανε να αλλάξει την απόφασή του, τον είχε
κουράσει η πόλη, άλλωστε με τα λεφτά που έβγαζε ήταν πια αδύνατο να
ανταποκριθεί.
Η μηχανή
άστραψε στον ήλιο, του έκανε χαρές. Ήθελε επιτέλους χιλιόμετρα, δυο χρόνια τώρα
Καλλιθέα-Χαλάνδρι, νοσοκομείο-σπίτι. Άσε που θα πατούσε για πρώτη φορά σε χώμα.
Έσβησε το
τσιγάρο, ανέβηκε και ξεκίνησε. Λάρισα, Τέμπη, το τοπίο είχε αλλάξει τελείως. Το
ρουφούσε σκιασμένο πίσω από το πλαστικό κάλυμμα του κράνους του.
«Ο Νομός
Πιερίας σας καλωσορίζει» πρόλαβε να διαβάσει, «καλώς σας βρήκα και γω» ψέλλισε.
Βγήκε στην έξοδο του Λιτοχώρου, ανέβηκε στο χωριό και κάθισε στην πλατεία.
Βαθιά κάτω η θάλασσα ήρεμη δρόσιζε τους προσκυνητές της. Από πάνω του το
βασίλειο των Ελλήνων Θεών έστελνε πνοές δροσιάς από τα φαράγγια του Ολύμπου.
Μόνο Θεοί θα μπορούσαν να κατοικούν σε ένα τέτοιο τόπο.
Του’ ρθαν
στο νου τα παιδικά του καλοκαίρια: το χωριό, οι βόλτες στη θάλασσα.
Το άρωμα
του ντόπιου τσίπουρου του θύμισε τον πατέρα του και τα μεσημεριανά γλέντια κάτω
από το πλατάνι στην αυλή του πατρικού του. Άραγε θα υπάρχει τώρα; σκέφτηκε. Για
πρώτη φορά ίσως ένιωσε νοσταλγία και μια ανυπομονησία να τον κυριεύει.
Στα τόσα
χρόνια που πέρασαν από τότε ποτέ του δε νοστάλγησε το χωριό, γεμάτα χρόνια:
διάβασμα, σπουδές, καλοκαιρινά ξεφαντώματα στα νησιά και τον χειμώνα αποδράσεις
στα κοντινά βουνά με τα χιονοδρομικά και τα κλαμπάκια.
Τόσα χρόνια
πρόδιδα το βουνό και τη θάλασσά μου σκέφτηκε και συνειδητοποίησε ότι τα ένοιωθε
δικά του και ήταν δικός τους και ας πέρασαν από τότε πάνω από δεκαπέντε χρόνια.
Κράτησε την
τελευταία γουλιά στο στόμα του, το κάψιμο της μετάβρασης και το άρωμα του
γλυκάνισου τον έκαναν να ριγήσει. Ανέβηκε στη Χόντα και ξεκίνησε.
Ο
παραλιακός δρόμος σε λίγο τον έφερε στο λιμανάκι του χωριού του, που τώρα πια
φάνταζε με κοσμοπολίτικη πλαζ. Πόσο είχε αλλάξει! Τόσα σπίτια, τόσος κόσμος,
τόσα μαγαζιά. Το ταβερνάκι του κυρ Ηλία, το μοναδικό στη θάλασσα δεν υπήρχε.
Χωρίς να
σταματήσει, ανηφόρισε για το χωριό. Ο παλιός χωματόδρομος είχε σκεπαστεί πια με
ένα λεπτό στρώμα ασφάλτου, που ξέφτιζε στις άκρες και πολλές λακκούβες-παγίδες
τον έκαναν να σφίξει τα δάχτυλα στις χειρολαβές. Άνοιξε γκάζι και έγειρε στην
τελευταία δεξιά στροφή. Φάνηκαν τα πρώτα σπίτια, σα ζωγραφιά σε εικονογραφημένο
παιδικό παραμύθι ξεπρόβαλε το χωριό, καλυμμένο με πλατάνια και οξιές.
Το σπίτι
της ήταν από τα πρώτα του χωριού. Σταμάτησε˙ ήταν περιποιημένο, όλα στη θέση
τους˙ οι γλάστρες με τις μολόχες και τα βασιλικά οριοθετούσαν το στενό πέρασμα
της ξύλινης αυλόπορτας. «Κύριε Σίμο …. Κυρία Μέλπω» φώναξε , χωρίς να πάρει
απάντηση. Το παλιό πεζούλι, πόσα βράδια καθόταν εκεί και συζητούσαν. Πάντα
συμφωνούσαν σε όλα. Το κοινό τους όνειρο, αυτός το ακολούθησε, αυτή;
Λίγο πιο
πάνω ήταν το πατρικό του. Το παλιό πλατάνι σχεδόν κάλυπτε την πρόσοψη , η
αλήθεια ήταν ότι είχε τα χάλια του, θα χρειαζόταν σχεδόν όλες οι οικονομίες του
για να γίνει πάλι κατοικήσιμο.
Ευτυχώς η
εξώπορτα άνοιξε με τη μία. Τα χόρτα είχαν σχεδόν σκεπάσει τις πέτρινες πλάκες
της αυλής. Άγγιξε με τα δάχτυλά του το παλιό τραπέζι κάτω από το δέντρο, του
φάνηκε πως άκουσε φωνές, γέλια, τραγούδια.
Μπήκε μέσα.
Όλα στη θέση τους, όπως τα θυμόταν, παλιοκαιρισμένα πια ζητούσαν λίγη φροντίδα
για να ξαναζήσουν και να ξαναυπηρετήσουν τον νοικοκύρη τους.
Όσο
περνούσε η ώρα, τόσο ένιωθε να δικαιωνόταν η απόφασή του.
Ξεφόρτωσε
τις βαλίτσες και τις ακούμπησε δίπλα στο τζάκι. Μια μεγάλη μαύρη αράχνη,
τρομαγμένη, ανέβηκε τον ιστό της μέσα στην καμινάδα.
Έβγαλε τη
φόρμα του ταξιδιού, ντύθηκε ένα τζην και ένα μακό και βγήκε. Έπρεπε να
κανονίσει για τις επισκευές γρήγορα, δεν περίσσευαν χρήματα για ξενοδοχεία˙
πεινούσε κιόλας.
Στην
πλατεία δεν είχε κόσμο. Το παλιό σπίτι του Πέτρου είχε γίνει ξενώνας. Μπήκε.
Στο σαλονάκι δίπλα στην υποδοχή δυο άντρες έπιναν καφέ παρακολουθώντας τις
ειδήσεις στην τηλεόραση, είχε (πάλι) τον υπουργό οικονομίας να εξαγγέλλει νέα
μέτρα περικοπών. «Άει σιχτίρ, μαλάκα» άκουσε να φωνάζει ο ένας, ενώ ο άλλος
–μπουκωμένος από ένα μπισκότο που μασούσε- αρκέστηκε να υψώσει την παλάμη του
στον γνωστό ελληνικό χαιρετισμό.
Πέτρο!
Κώστα! Φώναξε και πλησίασε. Ξαφνιασμένοι εκείνοι γύρισαν και τον κοίταξαν με
απορία. Πρώτος τον κατάλαβε ο φίλος του ο Πέτρος. Τον αγκάλιασε δυνατά, ήταν ο
κολλητός του στο χωριό. Μετά τις πρώτες κουβέντες, άρχισαν να έρχονται τα
τσίπουρα και οι μεζέδες.
Τους
εξήγησε γιατί ήρθε και πως σκόπευε να εγκατασταθεί μόνιμα στο πατρικό του, μετά
τη μετάθεσή του στο Κέντρο Υγείας στο Λιτόχωρο. Τον άκουγαν με χαρά και κάθε
λίγο τον άγγιζαν, σα να μην πίστευαν ότι ήταν αυτός. Το άγγιγμα, η οικειότητα
των δικών του ανθρώπων, των φίλων του, των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας του
είχαν λείψει στην Αθήνα.
Σε μια
στιγμή ο Πέτρος τον έκοψε λέγοντάς του: «Για τους μαστόρους και τις επισκευές
άστα πάνω μου, δεν χρειάζεται να ασχοληθείς και να σκοτιστείς καθόλου, ούτε για
ύπνο και φαί να ανησυχείς, ο ξενώνας είναι και δικός σου». Πήγε να πει κάτι,
αλλά ο Πέτρος ήταν ανένδοτος: «Δεν θέλω να ακούσω τίποτα. Τον κολλητό μου ρε;
Τον γιατρό μας;» Σήκωσαν τα ποτήρια, σα να κλείνανε και να επισφραγίζουνε έτσι
μια συμφωνία, τα τσούγκρισαν με δύναμη, ρένοντας με ποτό ρούχα, χέρια και
τραπέζι.
Έτρωγαν και
έπιναν για ώρες, συζητώντας για τα παλιά, για τη ζωή τους, γι’ αυτά που θα
ζούσαν πια μαζί, σα να μην χώρισαν ποτέ.
Αργά πια ο
Πέτρος τον πήγε στο δωμάτιό του. Έπεσε με τα ρούχα, το ξύλινο ταβάνι και το
παλιό φωτιστικό γύριζαν με ταχύτητα, σα ρόδα λούνα πάρκ, πάνω από το κεφάλι
του. Πριν τον πάρει ο ύπνος πρόλαβε να σκεφτεί ότι δεν ρώτησε να μάθει για
κείνη, τι απέγινε; Που βρισκόταν;
Ξύπνησε
πρωί, έκανε ένα ντους και κατέβηκε ακολουθώντας τη μυρωδιά του καφέ, που
ερχόταν από το μπαράκι της υποδοχής. Ο Πέτρος ήταν εκεί. Τον περίμενε σε ένα
τραπεζάκι γεμάτο με σπιτικές λιχουδιές.
«Καλημέρα»
είπε πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του.
«Ήπιαμε
χθες το βράδυ γιατρουδάκο και φαίνεται ότι δεν είσαι προπονημένος στο τσίπουρο»
τον πείραξε ο Πέτρος.
«Η αλήθεια
είναι ότι έναν πονοκέφαλο τον έχω» απάντησε «και σε λίγο πρέπει να παρουσιαστώ
και στο Κέντρο Υγείας» συμπλήρωσε πίνοντας και τον υπόλοιπο καφέ.
Σώπασε για
μια στιγμή, τον έτρωγε, ήθελε να ρωτήσει, αλλά φοβόταν και το περιπαιχτικό ύφος
του φίλου του, τελικά το αποφάσισε: « Δε μου λες Πέτρο, εκείνο το κορίτσι στην παρέα, την Σοφία, ξέρεις ρε
συ τι απέγινε;»
Ο Πέτρος
τον κοίταξε πονηρά, με ένα χαμόγελο παιδιάστικο θα’λεγες.
«Ααα! Ο
παιδικός έρωτας! Ακόμη την θυμάσαι ε; Άστα αυτά τώρα, θα τα πούμε αργότερα,
τράβα τώρα στη δουλειά σου μην αργήσεις και έχουμε καιρό» του είπε και του’
κλεισε το μάτι, αφήνοντάς τον με την απορία.
«Όπως θες»
του είπε και σηκώθηκε.
Ο
πονοκέφαλος δεν έλεγε να σταματήσει. Πήγε στο σπίτι και πήρε τη μηχανή.
Κατεβαίνοντας προς το Λιτόχωρο το πρωινό αεράκι ξέπλενε το βραδινό μεθύσι,
ένιωθε το μυαλό του να καθαρίζει και η θέα της θάλασσας από ψηλά τον γαλήνεψε.
Η γνωριμία με αυτή την καθημερινή –από δω και πέρα- πρωινή εμπειρία, τον έκανε
ευτυχισμένο.
Το Κέντρο
Υγείας ήταν λίγο έξω από το Λιτόχωρο. Ένα απεριποίητο κτίριο, όπως όλα τα
κέντρα υγείας αυτή την περίοδο, που η εγκατάλειψη του κράτους και η έλλειψη
οικονομικών πόρων, τα κατέστησαν σταθμούς πρώτων βοηθειών και που επιβίωναν
χάρη στη θέληση και την αυταπάρνηση του προσωπικού τους.
Παρουσιάσθηκε
στον διευθυντή, έναν εξηντάρη παθολόγο, ευχάριστο και φιλικό, που του έδωσε και
δυο μέρες άδεια, μέχρι να τακτοποιηθεί. Ένα μπάνιο στη θάλασσα θα ήταν ότι
έπρεπε, σκέφτηκε και βγήκε από το γραφείο.
Προχωρώντας
στον διάδρομο για την έξοδο, μια γνώριμη μυρωδιά τον έκανε να σταθεί, κάτι του
θύμισε, κάτι αγαπημένο, αλλά δεν ξεχώριζε.
Παραδίπλα
στον θάλαμο βραχείας, μια ψηλή μελαχρινή, μάλλον ειδικευόμενη, μιλούσε, με
γυρισμένη την πλάτη σε αυτόν, με δυο ηλικιωμένες κυρίες –μάλλον συνοδούς του
αρρώστου, του οποίου οι πατούσες ξεπρόβαλαν από το άσπρο σεντόνι.
Από κει
ερχόταν η μυρωδιά, συνέχισε να την κοιτά. Γύρισε, και βρέθηκαν αντίκρυ ο ένας
στον άλλον.
«Σοφία!»
είπε σιγανά και άνοιξε τα χέρια του.
Εκείνη
έπεσε στην αγκαλιά του και άρχισε να τον φιλά στο μάγουλο. Οι δυο κυρίες
συνοδοί αλληλοκοιτάχθηκαν και χαμογέλασαν η μία στην άλλη.
«Ήμουν
βραδινή, περίμενε ν’ αλλάξω και φεύγουμε μαζί» του είπε, μετά τις πρώτες
κουβέντες. Την παρακολουθούσε να απομακρύνεται, χαζεύοντας το γνωστό περπάτημά
της και το γυναικείο πια καλοσχηματισμένο σώμα της. Σα να ένιωσε το βλέμμα του,
γύρισε και του χαμογέλασε.
Βγήκε έξω,
κάθισε στο παγκάκι της αυλής και έστριψε τσιγάρο.
Απέναντι, η
χιονοσκέπαστη κορφή του βουνού αντιφέγγιζε το πρωινό φως.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου