16/4/13

ιστοριούλα: Για πρώτη φορά – και τελευταία



Ξένος τόπος, δύσκολα χρόνια, σακατεμένη ζωή.
Είκοσι χρονών παλικαράκι ήταν, πλημμυρισμένο από έρωτα, διψασμένο για ελευθερία. Ήθελε να πάρει τον κόσμο στα χέρια του, να του δείξει τα όνειρά του.
Η μνήμη: ομιχλώδεις εικόνες και περιγράμματα από τις κορυφογραμμές του Γράμμου˙ και η Κ.
Σαράντα πέντε χρόνια πέρασαν από τότε –μια ζωή- αλλά η μυρωδιά του μπαρουτιού και της βενζίνης δε λέει να φύγει από τη μύτη του.
Τα πρόσωπα των συντρόφων του καθρεφτίζονταν στους αντικρινούς διαβάτες, άνοιγε τα χέρια, χαμογελούσε …
 
Πριν μια βδομάδα έλαβε την επιστολή της Ελληνικής κυβέρνησης: «… δύνασθε να επισκεφθείτε τη χώρα μας …»
Βαδίζει μέσ’ το μικρό χωλ του εργατικού διαμερίσματος από την ξύλινη εξώπορτα μέχρι τον απέναντι τοίχο. Εκεί, πάνω στον μουχλιασμένο σοβά, βρίσκεται κολλημένη μια παλιοκαιρισμένη αφίσα με μια ηλιόλουστη παραλία και ένα άγαλμα να καθρεφτίζεται στα γαλαζοπράσινα νερά. Πάνω αριστερά, με μεγάλα λευκά γράμματα, στον γαλάζιο φόντο τ’ ουρανού, η λέξη GREECE.
Από την εξώπορτα στην αφίσα και πάλι πίσω, ένα ολόκληρο απόγευμα, και κάθε φορά φέρνοντάς τον τα βήματα απέναντι στο GREECE, μουρμούριζε χειρονομώντας, σαν ηθοποιός που κάνει πρόβα τους διαλόγους του: «να επισκεφθείτε τη χώρα μας … δύνασθε … τη χώρα ΜΑΣ».
Αποκαμωμένο τον πήρε ο ύπνος τα ξημερώματα στη μέση της διαδρομής, στον καναπέ με το τριμμένο κάλυμμα, όπου αχνοφαίνονταν οι στάμπες με τα κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα.
Την ονειρεύτηκε. Η παγωνιά του βουνού άσπριζε και χλώμιαζε την εφηβική της επιδερμίδα, κοκκινίζοντας τα όμορφα χείλη της και κάνοντας τα μάτια της να γυαλίζουν.
Κάτι του έλεγε, δεν άκουγε. Ο αέρας, οι όλμοι, τ’ αερόπλανα, ένα βουητό θανάτου, μα οι δυο τους εκεί, ο ένας αντίκρυ στον άλλον.
Είχαν μέρες ν’ ακούσουν κελάηδισμα κι είχε αγριέψει η ψυχή τους.
Συνέχιζε να του μιλά, μα τι έλεγε δεν μπορούσε να καταλάβει. Με το δεξί της χέρι πάλευε να κρατήσει τα σγουρά μαύρα μαλλιά της, ενώ το αριστερό το ακουμπούσε προστατευτικά πάνω στην κοιλιά της.
Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Οι όλμοι, τ’ αερόπλανα, αιωρούνταν αναποφάσιστα στον αέρα. Κανένα βουητό δε στοίχειωνε πια το όνειρό του. Και τότε την άκουσε˙ την άκουσε να του λέει: «Πώς να έρθω μαζί σου με ένα παιδί στην κοιλιά;»

Πετάχτηκε από τον καναπέ, άναψε τσιγάρο και πλησίασε στο παράθυρο.
Η πόλη είχε ξυπνήσει από ώρα, χλωμή και κρύα, πάλευε να ζεσταθεί από τις λίγες ακτίνες του ήλιου, που κατάφερναν να ξετρυπώσουν ανάμεσα από τα σύννεφα. Ένα υγρό πέπλο ομίχλης είχε καθίσει πάνω από τον Δούναβη, ακολουθώντας το ποτάμι στην αιώνια πορεία του, ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων.
Ήπιε βιαστικά έναν καφέ και άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα του. Ταξίδευε το μεσημέρι. Στο κάτω μέρος της ξύλινης βαλίτσας τοποθέτησε προσεκτικά τη φωτογραφία με την Κ και μερικούς συντρόφους, από τα πρώτα χρόνια του πολέμου, τότε που ο εχθρός δε μιλούσε την ίδια γλώσσα.

Το τρένο σφύριξε αφήνοντας τον πολύβουο σταθμό πίσω του να χάνεται στο παρελθόν του˙  μπροστά του ήταν η πατρίδα!
Σε είκοσι ώρες θα έφτανε στη Σαλονίκη και από ‘κει θα έπαιρνε άλλο τρένο για τη Φλώρινα.
Άραγε θα πήρε το γράμμα μου; σκέφτηκε και ακούμπησε το κεφάλι του στο υγρό τζάμι, παρακολουθώντας το τοπίο να φεύγει πίσω του. Ένοιωθε τις δονήσεις και το τρίξιμο, που έκαναν οι ρόδες πάνω στις σιδερένιες ράγες, στο κεφάλι του, να του ανακατεύουν τις σκέψεις. Βάλθηκε να σχεδιάσει, να διαλέξει τα λόγια για τη συνάντηση που τόσα χρόνια περίμενε, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε κι έκλεισε τα μάτια του.

Δεν κατάλαβε πως πέρασαν τόσο γρήγορα οι ώρες. Έφτασαν κιόλας στον Προμαχώνα. Πως περίμενε τη στιγμή που θα ξανάμπαινε στην πατρίδα.
Το τοπίο δεν άλλαξε, και δω οι δονήσεις μούδιαζαν το μυαλό του.
Θεσσαλονίκη! Ίδιος σταθμός, σαν αυτόν που άφησε πίσω του, μόνο που οι φθόγγοι στο βουητό των ανθρώπων του ήταν οικείοι.
Μάζευε διψασμένα κουβέντες, εκφράσεις, επιφωνήματα χαράς και αγάπης, μοίραζε συγνώμες στον καθένα που τον σκουντούσε βιαστικά και συνέχιζε τη βιαστική του περιπλάνηση.
Το τρένο για τη Φλώρινα ξεκίνησε και για πρώτη φορά αισθάνθηκε την καρδιά του να σφίγγει. Έγειρε το κεφάλι πίσω και προσπάθησε να χαλαρώσει παίρνοντας βαθιές αναπνοές˙ γέμισαν τα πνευμόνια του μυρωδιά από πλαστικό, λάδι και ανθρώπινο ιδρώτα.

Το τρένο πάλευε να σταματήσει δοκιμάζοντας τις ικανότητες ισορροπίας των βιαστικών επιβατών, που είχαν ήδη σηκωθεί από τις θέσεις τους και προχωρούσαν προς την πόρτα, με κάθε λογής αποσκευές στα χέρια, στους ώμους και μπροστά στα πόδια τους.
Αυτός δεν σηκώθηκε. Κόλλησε το πρόσωπο στο τζάμι προσπαθώντας να δει, να αναγνωρίσει, να ακούσει. Το μόνο που άκουγε ήταν τ’ αερόπλανα και το σύριγμα των οβίδων. Τροχιοδεικτικά περνούσαν ανάμεσα από ανθρώπους που έτρεχαν, αγκαλιάζονταν και γελούσαν.
Τον θάμπωσε το αντιφέγγισμα του ήλιου από το τζάμι της πόρτας, που άνοιξε από το απέναντι πέτρινο κτίριο.
Το βάδισμά της, τα χείλη της, τα μαύρα σγουρά μαλλιά, που κάθε τόσο τραβούσε προς τα πίσω, αφήνοντας το λευκό πρόσωπό της έκθετο στα βλέμματα των ανθρώπων και το άγγιγμα του ήλιου. Στα χέρια της κρατούσε λουλούδια, ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα.
Μα, σκέφτηκε, δεν μπορεί να είναι αυτή. Αυτή είναι νέα γυναίκα, ενώ η Κ είναι σχεδόν συνομήλική μου. Αποκλείεται˙ κι όμως είναι σα να τη βλέπω.
Πρόσεξε τη φωτογραφία που κρατούσε στα χέρια της και κοιτούσε κάθε τόσο. Δεν ξεκαθάρισε πρόσωπα, ήταν μακριά, αλλά την αναγνώρισε.
Σαράντα τόσα χρόνια είχε να κλάψει. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του.
Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε.

Τον επανέφερε το σφύριγμα του τρένου. Νέοι επιβάτες είχαν πια καθίσει γύρω του, γεμίζοντας ασφυκτικά κάθε διαθέσιμο χώρο με τα σώματα και τις αποσκευές τους. Τους άκουγε, καταλάβαινε τις καθημερινές κουβέντες τους˙ σταμάτησε πια το σύριγμα των οβίδων.

Σε λίγη ώρα έφταναν στη Σαλονίκη και μετά άλλο τρένο (του γυρισμού αυτή τη φορά) για την πατρίδα, για το σπίτι του, για τη δικιά του ζωή.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: