ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Δύο ανέκδοτα ποιήματα
ΕΚΕΙΝΟΙ
Εκείνοι που πηγαίνουν μόνοι τους προς το χαμό ακουμπάνε
κάποτε σ’ένα κιγκλίδωμα
σαν παλιές σημαίες, ή θροίζουν σαν έναστροι ουρανοί.
Και σε μακριές ατέλειωτες ώρες έμαθαν να διαβάζουν
τη σιωπή
και το ανεξιχνίαστο των δρόμων.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Δύο ανέκδοτα ποιήματα
ΕΚΕΙΝΟΙ
Εκείνοι που πηγαίνουν μόνοι τους προς το χαμό ακουμπάνε
κάποτε σ’ένα κιγκλίδωμα
σαν παλιές σημαίες, ή θροίζουν σαν έναστροι ουρανοί.
Και σε μακριές ατέλειωτες ώρες έμαθαν να διαβάζουν
τη σιωπή
και το ανεξιχνίαστο των δρόμων.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ
Το μόνο που σκεφτόμουν πάντα είναι ότι, κατ’ αρχήν, ο άνθρωπος πρέπει νάχει μια προσωπική γνώμη για όλα. Γι’ αυτό μιλούσα συνήθως για τα παλιά ναυαγοσωστικά ή έτρεχα να βρώ την ανεμώνη που κρατούσε η Ροζαλία κι ίσως έτσι έβρισκα και την ίδια τη Ροζαλία που είχε πεθάνει σ’ ένα άσυλο, νέα, σχεδόν παιδί – γι’ αυτό και το χιόνι με κάνει πάντα να κλαίω. «Μα γιατί βιάζεσαι;» με ρωτούσαν, «αχ, άθλιοι, απαντούσα, αφού και με λιγότερα μπορεί κανείς να χαθεί». Ή κάποια άλλη φορά κάποιοι (που με μισούσαν βέβαια) μούστειλαν μια θαυμάσια άρπα που φυσικά τη λάτρεψα, αλλά ήταν εγκληματικό να τη βλέπω χωρίς να ξέρω να παίζω. Υπάρχουν και τέτοια αμαρτήματα. Τι νάκανα; Την έβαλα στην κάμαρά μου, τη σκέπασα μ’ ένα σεντόνι για να μη σκονίζεται και περίμενα. Κι ίσως γι’ αυτό απ’ όλες τις ασχολίες διάλεξα την ενατένιση των άστρων, αφού ήταν πια αδύνατο τις νύχτες να κοιμηθώ
Το μόνο που σκεφτόμουν πάντα είναι ότι, κατ’ αρχήν, ο άνθρωπος πρέπει νάχει μια προσωπική γνώμη για όλα. Γι’ αυτό μιλούσα συνήθως για τα παλιά ναυαγοσωστικά ή έτρεχα να βρώ την ανεμώνη που κρατούσε η Ροζαλία κι ίσως έτσι έβρισκα και την ίδια τη Ροζαλία που είχε πεθάνει σ’ ένα άσυλο, νέα, σχεδόν παιδί – γι’ αυτό και το χιόνι με κάνει πάντα να κλαίω. «Μα γιατί βιάζεσαι;» με ρωτούσαν, «αχ, άθλιοι, απαντούσα, αφού και με λιγότερα μπορεί κανείς να χαθεί». Ή κάποια άλλη φορά κάποιοι (που με μισούσαν βέβαια) μούστειλαν μια θαυμάσια άρπα που φυσικά τη λάτρεψα, αλλά ήταν εγκληματικό να τη βλέπω χωρίς να ξέρω να παίζω. Υπάρχουν και τέτοια αμαρτήματα. Τι νάκανα; Την έβαλα στην κάμαρά μου, τη σκέπασα μ’ ένα σεντόνι για να μη σκονίζεται και περίμενα. Κι ίσως γι’ αυτό απ’ όλες τις ασχολίες διάλεξα την ενατένιση των άστρων, αφού ήταν πια αδύνατο τις νύχτες να κοιμηθώ
_____________________________________________________
η μάρω δούκα για τον λειβαδίτη
ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Πέρασαν χρόνια από τότε που αντιγράφαμε το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου και το δανείζαμε ο ένας στον άλλον, τότε που σχεδιάζαμε τη ζωή μας στην καρδιά των γεγονότων, Αναγνωστάκης και Πατρίκιος και Αλεξάνδρου και Κατσαρός, ποιητές και φωνές, και Σινόπουλος και Ελένη Βακαλό, ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση, κι ήταν ο Λειβαδίτης με τις μνημειώδεις ποιητικές συνθέσεις του, πολύμορφος και πολυσήμαντος, για να διαβάζουμε φωναχτά τους στίχους του κι ύστερα να βγαίνουμε πάνοπλοι τα βράδια για να πετάξουμε προκηρύξεις, και κάτι θα γινόταν από ώρα σε ώρα, έπειτα ήρθαν όλα και πήραν τη μεταλλική γυαλάδα του νερού που λιμνάζει, κι έμενε μόνο να ξαναδούμε και να ξανασκεφτούμε όσα προσπεράσαμε
Πράγματα ασήμαντα που μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,
η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου, το βλέμμα ενός περαστικού, μια
ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο –
τα ξεχάσαμε, αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σαν να
εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου
την πιο ωραία μας τύχη ή ένα αγαπημένο νεκρό.
Αλλά τώρα τι μπορώ να κάνω; Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την
ηλικία μου
θα μας πει αποχαιρετώντας μας, κι αυτή η ενηλικίωση που μας προτείνει, η τελευταία, στο τελευταίο του βιβλίο, έρχεται να σφραγίσει όλη εκείνη τη δόξα της νεότητάς μας. Κι αν αγαπάς την ποίηση, την αγαπάς πίσω από τον ποιητή που διανύει, πριν από σένα και ανεξάρτητα από τη δική σου διάθεση, τις αποστάσεις, διότι εκείνα ακριβώς τα χρόνια που εμείς τρέχαμε με προμετωπίδα τη ρήση του Σαντάλ «Αρετή είναι ν’ αγωνίζεσαι για την ευτυχία των περισσοτέρων» κι ήταν Μάχη στην άκρη της νύχτας τα ξενύχτια μας και λέγαμε να
Ο υπουργός χειρονομεί
Πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
Τα χέρια που σχεδιάζουν την προδοσία
Εκείνη λοιπόν την εποχή, το 1972, που άναβαν για μας κόκκινοι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος, ο Τάσος Λειβαδίτης, πιστοποιούσε ήδη ότι δεν έβγαινε κανένας ήχος από τα βιολιά των ακούραστων μουσικών,
γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο ανεκπλήρωτο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο ομιλητικότερος και ο δημιουργικότερος ποιητής της γενιάς του, ομιλητικός σαν την ψυχή μας που δεν ησυχάζει και δημιουργικός σαν τη ζωή που ανακυκλώνεται, αισθαντικός και τρυφερός, πονετικός και ανήσυχος, μέσα στα χρώματα και στα άπειρα του κόσμου, είναι ο ποιητής που κατέγραψε με λέξεις τη σιωπή και τη θλίψη,
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
αποτυπώνοντας τη μοίρα του ανθρώπου, αιρετικός αλλά και νηφάλιος,
τόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ
είναι αυτός που αναζήτησε πέρα από τα όνειρα, τα μυστικά μονοπάτια της ελευθερίας –
Δε φοβάμαι παρά μόνο τον Θεό – εκτός κι αν τον υπηρετώ.
Και την ποίηση – ακόμα κι όταν την υπηρετώ.
Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του, Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Και λέω να’ χα το χρόνο να τα σκεφτώ σιγά σιγά, να μείνω και να περιπλανηθώ από σελίδα σε σελίδα, ας ήταν, λέει, να πω όλα τα ποιήματά του με μια ανάσα. Να αναζητήσω τα δικά μου, όπως και άλλοτε, διανύοντας τους στίχους του. Με κλητικές και ερωτηματικά, ταξίδια και περιπλανήσεις, ελπίδες και όνειρα. Δεν πρόλαβε ο Τάσος Λειβαδίτης να δει τυπωμένο το τελευταίο αυτό βιβλίο του. Πέθανε πρώτος από το Γιάννη Ρίτσο, τον δάσκαλο και τον φίλο του, κι ήταν σαν να άνοιγε το δρόμο, κλείνοντας πρώτος τη συμφωνία με τον βαρκάρη της Αχερουσίας. Κι έφυγε, έχοντας αποτυπώσει τη μοναξιά και τη δικαιοσύνη των πραγμάτων, παίρνοντας αναμνήσεις και πεθαμένους, λόγια ανείπωτα, μυρωδιές και παλιές ιστορίες. Αφήνοντάς μας όμως, για να μην ξεχνούμε, τις χαμένες εξεγέρσεις, τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοντας με τα μάτια στον ορίζοντα, τα σφυρίγματα των τραίνων, τα ωραία χρυσάνθεμα και το μέλλον που δεν αθώωσε ποτέ κανέναν, τα παλιά βαλς στο γραμμόφωνο, τις νυχτερινές ονειροπολήσεις, τις ιστορίες τρόμου, τη μια αλήθεια που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια, τις μικρές σκοτεινές κάμαρες και το απέραντο, τις περιέργειες που μας καταπονούν, τις ομπρέλες από τους αρχαίους κατακλυσμούς, το λογικό και το παράλογο, τα σπίτια τα χτισμένα με λησμονιά, τον απολογισμό μιας ζωής
Αχαρες μέρες που φύγατε κι όμως αφήσατε μια ανάμνηση συγκινητική
κι εγώ που υπήρξα τρελός για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να
προχωρούν οι λεπτοδείκτες στα ρολόγια
προς ένα μέλλον που δεν σημαίνει απλώς το επιμύθιο του ποιητή, αλλά και το τέλος μιας εποχής δικής μας ή και το τέλος μιας αυταπάτης. Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο έφηβος και ο ωραίος της κατοχής, ο αθόρυβος και ο διακριτικός στα χρόνια που τον θυμάμαι, ο υπομονετικός, μπορεί και ο παραγνωρισμένος, ήταν αυτός που είχε αφήσει ευλαβικά πριν από χρόνια, σε μια γωνιά του δωματίου του, τις αποσκευές του Μακρονησιώτη, αριστερού εξόριστου
όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε
και τα χέρια που κρατήσαμε… Παιδί κρυβόμουν πίσω απ’ το κομό,
εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα –
εντάσσοντας το γεγονός της ήττας της γενιάς του μέσα στην απεραντοσύνη και στο πείσμα της ζωής.
Αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.
Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο
και την αθανασία σε μερικά κονιάκ
θα μας πει αυτοσαρκάζοντας, αποσυρμένος στη δική του καθημερινότητα, και διαπιστώνοντας ότι το νόημα τούτου του κόσμου μπορεί και να’ ναι η συνέχεια που ανατροφοδοτείται μέσα στα πιο απλά και στα πιο ασήμαντα
Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντίκρυ δέντρο και κάτι
σφύριξε.
Ω, αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρει το
νόημα του κόσμου.
Γι’ αυτό κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα – θα καταλήξει, μ’ εκείνη τη διφορούμενη, την πικρή αλλά και ελεητική, ανατρεπτικότητά του, κι όσα δεν ζήσαμε, κι όσα δεν έγιναν, κι όσα μας στέρησαν, κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως να μας αποδοθούν στον παράδεισο… .-
Πράγματα ασήμαντα που μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,
η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου, το βλέμμα ενός περαστικού, μια
ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο –
τα ξεχάσαμε, αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σαν να
εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου
την πιο ωραία μας τύχη ή ένα αγαπημένο νεκρό.
Αλλά τώρα τι μπορώ να κάνω; Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την
ηλικία μου
θα μας πει αποχαιρετώντας μας, κι αυτή η ενηλικίωση που μας προτείνει, η τελευταία, στο τελευταίο του βιβλίο, έρχεται να σφραγίσει όλη εκείνη τη δόξα της νεότητάς μας. Κι αν αγαπάς την ποίηση, την αγαπάς πίσω από τον ποιητή που διανύει, πριν από σένα και ανεξάρτητα από τη δική σου διάθεση, τις αποστάσεις, διότι εκείνα ακριβώς τα χρόνια που εμείς τρέχαμε με προμετωπίδα τη ρήση του Σαντάλ «Αρετή είναι ν’ αγωνίζεσαι για την ευτυχία των περισσοτέρων» κι ήταν Μάχη στην άκρη της νύχτας τα ξενύχτια μας και λέγαμε να
Ο υπουργός χειρονομεί
Πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
Τα χέρια που σχεδιάζουν την προδοσία
Εκείνη λοιπόν την εποχή, το 1972, που άναβαν για μας κόκκινοι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος, ο Τάσος Λειβαδίτης, πιστοποιούσε ήδη ότι δεν έβγαινε κανένας ήχος από τα βιολιά των ακούραστων μουσικών,
γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο ανεκπλήρωτο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο ομιλητικότερος και ο δημιουργικότερος ποιητής της γενιάς του, ομιλητικός σαν την ψυχή μας που δεν ησυχάζει και δημιουργικός σαν τη ζωή που ανακυκλώνεται, αισθαντικός και τρυφερός, πονετικός και ανήσυχος, μέσα στα χρώματα και στα άπειρα του κόσμου, είναι ο ποιητής που κατέγραψε με λέξεις τη σιωπή και τη θλίψη,
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
αποτυπώνοντας τη μοίρα του ανθρώπου, αιρετικός αλλά και νηφάλιος,
τόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ
είναι αυτός που αναζήτησε πέρα από τα όνειρα, τα μυστικά μονοπάτια της ελευθερίας –
Δε φοβάμαι παρά μόνο τον Θεό – εκτός κι αν τον υπηρετώ.
Και την ποίηση – ακόμα κι όταν την υπηρετώ.
Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του, Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Και λέω να’ χα το χρόνο να τα σκεφτώ σιγά σιγά, να μείνω και να περιπλανηθώ από σελίδα σε σελίδα, ας ήταν, λέει, να πω όλα τα ποιήματά του με μια ανάσα. Να αναζητήσω τα δικά μου, όπως και άλλοτε, διανύοντας τους στίχους του. Με κλητικές και ερωτηματικά, ταξίδια και περιπλανήσεις, ελπίδες και όνειρα. Δεν πρόλαβε ο Τάσος Λειβαδίτης να δει τυπωμένο το τελευταίο αυτό βιβλίο του. Πέθανε πρώτος από το Γιάννη Ρίτσο, τον δάσκαλο και τον φίλο του, κι ήταν σαν να άνοιγε το δρόμο, κλείνοντας πρώτος τη συμφωνία με τον βαρκάρη της Αχερουσίας. Κι έφυγε, έχοντας αποτυπώσει τη μοναξιά και τη δικαιοσύνη των πραγμάτων, παίρνοντας αναμνήσεις και πεθαμένους, λόγια ανείπωτα, μυρωδιές και παλιές ιστορίες. Αφήνοντάς μας όμως, για να μην ξεχνούμε, τις χαμένες εξεγέρσεις, τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοντας με τα μάτια στον ορίζοντα, τα σφυρίγματα των τραίνων, τα ωραία χρυσάνθεμα και το μέλλον που δεν αθώωσε ποτέ κανέναν, τα παλιά βαλς στο γραμμόφωνο, τις νυχτερινές ονειροπολήσεις, τις ιστορίες τρόμου, τη μια αλήθεια που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια, τις μικρές σκοτεινές κάμαρες και το απέραντο, τις περιέργειες που μας καταπονούν, τις ομπρέλες από τους αρχαίους κατακλυσμούς, το λογικό και το παράλογο, τα σπίτια τα χτισμένα με λησμονιά, τον απολογισμό μιας ζωής
Αχαρες μέρες που φύγατε κι όμως αφήσατε μια ανάμνηση συγκινητική
κι εγώ που υπήρξα τρελός για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να
προχωρούν οι λεπτοδείκτες στα ρολόγια
προς ένα μέλλον που δεν σημαίνει απλώς το επιμύθιο του ποιητή, αλλά και το τέλος μιας εποχής δικής μας ή και το τέλος μιας αυταπάτης. Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο έφηβος και ο ωραίος της κατοχής, ο αθόρυβος και ο διακριτικός στα χρόνια που τον θυμάμαι, ο υπομονετικός, μπορεί και ο παραγνωρισμένος, ήταν αυτός που είχε αφήσει ευλαβικά πριν από χρόνια, σε μια γωνιά του δωματίου του, τις αποσκευές του Μακρονησιώτη, αριστερού εξόριστου
όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε
και τα χέρια που κρατήσαμε… Παιδί κρυβόμουν πίσω απ’ το κομό,
εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα –
εντάσσοντας το γεγονός της ήττας της γενιάς του μέσα στην απεραντοσύνη και στο πείσμα της ζωής.
Αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.
Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο
και την αθανασία σε μερικά κονιάκ
θα μας πει αυτοσαρκάζοντας, αποσυρμένος στη δική του καθημερινότητα, και διαπιστώνοντας ότι το νόημα τούτου του κόσμου μπορεί και να’ ναι η συνέχεια που ανατροφοδοτείται μέσα στα πιο απλά και στα πιο ασήμαντα
Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντίκρυ δέντρο και κάτι
σφύριξε.
Ω, αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρει το
νόημα του κόσμου.
Γι’ αυτό κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα – θα καταλήξει, μ’ εκείνη τη διφορούμενη, την πικρή αλλά και ελεητική, ανατρεπτικότητά του, κι όσα δεν ζήσαμε, κι όσα δεν έγιναν, κι όσα μας στέρησαν, κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως να μας αποδοθούν στον παράδεισο… .-
αποσπάσματα: ΛΕΞΗ
http://www.poiein.gr/archives/563/index.html σχετική ανθολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου