Επειδή αρνούμαι να δεχθώ την κατάπτωσή σας, … νόθα τέκνα ενός ΩΡΑΙΟΥ πνεύματος, …οσμηρά απομεινάρια του πανδαμάτορα χρόνου.
ΑΔΙΑΦΟΡΩ, και … απαγγέλλω, φωναχτά!
Όταν εσείς το ωραίο κυβερνούσατε το σύμπαν,
όταν με τους ανάλαφρους τους χαλινούς ακόμη
των θνητών οδηγούσατε το ευτυχισμένο γένος,
Ώ! Υπάρξεις γοητευτικές της γης των Μύθων!
Α! Ήταν γοητευτική και πολυθέλγητρη ακόμη
η προσφορά σας! Ω, ο κόσμος πόσος ένας «Άλλος» ήταν!
Α! η εποχή που όλους τους ναούς διακοσμούσε
η θεά του Έρωτος, η Αφροδίτη της Αμάθου
ΙΙΌταν της ποίησης ο μαγικός ο πέπλος ακόμη
κυμάτιζε με χάρη, περιζωσμένη την Αλήθεια,
τότε στα πλάσματα διέχυνε την εντέλεια της ζωής τους.
Και ότι δεν ήταν αισθητό, με αισθήσεις ήταν προικισμένο.
Για να κλείνουν στο στήθος τους του έρωτα το πάθος
απέδιδαν μια ευγένεια, ανώτερη, υψηλότερη στη Φύση.
Τα πάντα υπεδήλωναν, στων μεμυημένων τα μάτια,
τα πάντα υπεδήλωναν ενός Θεού την παρουσία.ΙΙΙΌταν, σήμερα, οι σοφοί με ακρίβεια βεβαιώνουν
ότι, δίχως ψυχή, αέναα περιστρέφεται μια σφαίρα
τότε, ένα άρμα, ολόχρυσο, ο Ήλιος οδηγούσε
μες στο απέραντο, σιωπηλό του μεγαλείο.
Οι Ορεάδες συνωστίζονταν στα ύψη.
Σε κάθε δέντρο κατοικούσε μια Δρυάδα.
Αξιαγάπητες των Ναϊάδων ήσαν οι κλεψύδρες,
που εξετόξευαν αφρούς αργυρούς στων ποταμών το κύμα.
IV
Η Δάφνη περιστρέφονταν. Βοήθεια εκλιπαρούσε.
Άφωνη η κόρη του Ταντάλου στη ρωγμή των βράχων ζούσε,
της Σύριγγας απ’ το καλάμι ανέρχονταν οι θρήνοι,
της Φιλομήλας η επώδυνη κραυγή απ’ το άλσος υψωνόταν,
το ρυάκι εδέχονταν της Δήμητρας τα δάκρυα,
που για την κόρη της, την Περσεφόνη, έκλαιε, θρηνούσε.
Και από την κορυφή του λόφου εκείνου, η Κυθέρεια
Εξέπεμπε τις ικεσίες της. Μάταια όμως προς τον ωραίο της το φίλο.
V
Απ’ τη φυλή του Δευκαλίωνος κατάγονταν ακόμη τότε
οι κάτοικοι του Ολύμπου. Για να νικήσουν και να κάμψουν
την άμυνα της Λητούς με των βοσκών οπλίζονταν την ράβδο.
Ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων, των ηρώων
Και των θεών βασίλευε, η αγάπη και μ’ έναν,
μ’ έναν ιερό δεσμό τους έδενε όλους.
Άνθρωποι, ήρωες, θεοί τιμές ανέπεμπαν στην Αμάθεια – Αφροδίτη
VI
Το ύφος το αυστηρό, η θλίψη, είχαν εγκαταλείψει,
είχαν εξορισθεί, απ’ την τερπνή ζωή τους πλέον.
Όλες οι καρδιές επάλλονταν από της ευτυχίας
τους ρυθμούς. Ο ένας ευτυχής ήταν σύντροφος και φίλος
του άλλου, του ευτυχούς. Τίποτε δεν ήταν ιερό παρά μόνον το Ωραίο.
Οι θεοί δεν εδίσταζαν, οιανδήποτε χαρά κι’ εκείνοι να απολαύσουν,
εφόσον η Μούσα ήδη η σεμνή την είχεν ενσαρκώσει,
και η Χάρις την προέβαλε, την συνιστούσε Εκείνη!
VII
Οι ναοί σας ήσαν γελαστοί και τα άλλα κτίρια
τα έργα των ηρώων, τα τρόπαια τα δικά σας εξυμνούσαν.
Στις εορτές του Ισθμού, κατάμεστα από στεφάνια,
τα άρματα, σαν αστραπές πετούσαν προς το τέρμα.
Έμψυχοι οι χοροί και με συνδυασμούς ωραίους
έκλειναν τον μεγαλοπρεπή βωμό με έναν εξαίσιο κύκλο.
Τους κροτάφους σας οι στέφανοι της νίκης διακοσμούσαν.
Και στέφανοι άλλοι εστόλιζαν την μυρωμένη σας κόμη.
VIII
Τα πρόσχαρα, τα ευφρόσυνα: «Εβοέ» των Θυρσοφόρων,
η μεγαλοπρεπής η ζεύξη των πανθήρων
ανάγγελλαν την έλευση της Χαράς του Αγγελιοφόρου
προηγούνταν με χορούς οι Σάτυροι και οι Φαύνοι.
Αναπηδούσαν γύρω τους οι έξαλλες Μαινάδες.
Οι χοροί τους τον γλυκό τον Οίνον εξυμνούσαν
και έγχρωμη του Ξένιου, του Ουρανίου η όψη
καλούσε τους θνητούς να αδειάσουν το κροντήρι.
IX
Δύσμορφος ένας σκελετός την εποχήν εκείνη
του ετοιμοθανάτου δεν επλησίαζε την κλίνη.
Την τελευταία του πνοή ένα φίλημα αποσπούσε
τον δαυλό του προς τη γη χαμήλωνε ένα πνεύμα
και τον σκληρό αδυσώπητο ζυγό του Όρκου
με το ένα χέρι του ο εγγονός μιας θνητής κρατούσε
και η μελωδία η μελαγχολική του ραψωδού της Θράκης
κι’ αυτές, κι’ αυτές τις Εριννύες συγκινούσε.
Χ
Πρόσχαρη η σκιά ανεύρισκε και πάλι τις χαρές της
στων Ηλυσίων τα πεδία. Η πιστή αγάπη,
ανεύρισκε και πάλι τον πιστό τον σύντροφό της
και των αρμάτων ο οδηγητής θα επανιδεί
το στάδιό του. Η λύρα του Λίνου έμελπε, εκ νέου,
τα γνωστά του άσματα. Ο Άδμητος θα συναντήσει
της Άλκηστης τους κόλπους. Ο Ορέστης θα επανεύρει
το φίλο του. Τα αιχμηρά του βέλη ο Φιλοκτήτης.
ΧΙ
Επεφύλασσαν υψηλότερα για τον αγωνιστή βραβεία,
που της αρετής είχε διασχίσει το δρόμο, τον ανάντη.
Αυτοί που επετύγχαναν λαμπρούς, μεγαλειώδεις άθλους,
υπερέβαιναν το ορόσημο που τους θνητούς απ’ τους θεούς χωρίζει.
Εμπρός σ’ αυτόν που τους νεκρούς μετέφερε υποκλινόταν
με ευλάβεια και σιωπή η σύνοδος των θεών, των αθανάτων.
Ανάμεσα στα κύματα, απ’ το φως ο οδηγός καθοδηγείται,
που του εκπέμπει, από την κορυφή του Ολύμπου, το ζεύγος των Διδύμων.
ΧΙΙ
Ωραίο Σύμπαν! που είσαι τώρα. Έλα και πάλι
πολυθέλγητρη εποχή των εαρινών ανθέων.
Α! Δεν υπάρχουν πλέον παρά στη χώρα μόνο
των ποιητικών στροφών, τα μυθικά σου ίχνη.
Η εξοχή είναι νεκρή, χωρίς χλόη και φύλλα.
Καμμιά θεότητα τα μάτια μου δεν θέλγουν πλέον.
Αλλοίμονο! Από της εποχής εκείνης της θερμές εικόνες
η σκιά απέμεινε. Η σκιά, αυτή και μόνη!
ΧΙΙΙ
Όλα τα ωραία άνθη κατά γης έχουν τώρα πέσει,
κάτω από την παγερή πνοή του Βορρείου – Ανέμου.
Έναν και μοναδικό Θεό για να συγκροτήσουν και να πλάσουν
θα’ πρεπε ν’ αφανισθεί των αρχαίων θεών ο κόσμος.
Μελαγχολικό το βλέμμα μου στον έναστρο ουρανό δεν σε αντικρύζει
ώ Σελήνη. Η έκκλησή μου αντηχεί ανάμεσα στα δάση
και ανάμεσα στα κύματα του πόντου. Ωστόσο,
αλλοίμονο! Η ηχώ, που ως εμένα φθάνει, κενή είναι κι’ εκείνη!
ΧIV
Αναίσθητη για τα χαρωπά τα δώρα που προσφέρει
αδιάφορη για το δικό της φέγγος και τη λάμψη,
αναίσθητη για το Πνεύμα που την καθοδηγεί και την εμπνέει,
αδιάφορη, αν εγώ είμαι ευτυχής ή όχι,
αναίσθητη ακόμη για τη δόξα του Δημιουργού της,
παρόμοια μ’ ενός ωρολογίου τους νεκρούς τους κτύπους,
στο Νόμο της Βαρύτητος υπακούει και υποκύπτει,
ναι, η Φύσις την υπόσταση τη θεϊκή της έχει χάσει.
XV
Για να ανακύψει, για να αναγεννηθεί η Φύσις,
τον ίδιο τάφο της ανοίγει, σήμερα τώρα,
και περιφέρονται μ’ έναν τροχό, τον ίδιο πάντα,
και περιστρέφονται από μόνες τους, οι ωχρές σελήνες.
Από τώρα κι’ έπειτα επέστρεψαν στη χώρα
των ποιητών οι θεοί. Ανώφελοι σ’ αυτό το Σύμπαν,
που ελεύθερο από τους χαλινούς που το κρατούσαν
συγκρατείται, ισορροπεί με τις ίδιες του δυνάμεις.
XVI
Έφυγαν οι θεοί και ό,τι ωραίο ήταν
και ό,τι ήταν ευγενές το έσυραν μαζί τους.
Απέσυραν όλα τα χρώματα, όλους τους τόνους
τους αρμονικούς και απέμεινε η άψυχη μόνο λέξη.
Από τον κατακλυσμό του χρόνου αποσπασμένοι
έχασαν την έδρα τους. Στις κορυφές εσώθησαν της Πίνδου.
Ό,τι προορισμένο ήταν αθάνατο να μείνει στων ποιητών το άσμα,
καταδικάστηκε στη γη νεκρό να καταπέσει.-
ΑΔΙΑΦΟΡΩ, και … απαγγέλλω, φωναχτά!
Όταν εσείς το ωραίο κυβερνούσατε το σύμπαν,
όταν με τους ανάλαφρους τους χαλινούς ακόμη
των θνητών οδηγούσατε το ευτυχισμένο γένος,
Ώ! Υπάρξεις γοητευτικές της γης των Μύθων!
Α! Ήταν γοητευτική και πολυθέλγητρη ακόμη
η προσφορά σας! Ω, ο κόσμος πόσος ένας «Άλλος» ήταν!
Α! η εποχή που όλους τους ναούς διακοσμούσε
η θεά του Έρωτος, η Αφροδίτη της Αμάθου
ΙΙΌταν της ποίησης ο μαγικός ο πέπλος ακόμη
κυμάτιζε με χάρη, περιζωσμένη την Αλήθεια,
τότε στα πλάσματα διέχυνε την εντέλεια της ζωής τους.
Και ότι δεν ήταν αισθητό, με αισθήσεις ήταν προικισμένο.
Για να κλείνουν στο στήθος τους του έρωτα το πάθος
απέδιδαν μια ευγένεια, ανώτερη, υψηλότερη στη Φύση.
Τα πάντα υπεδήλωναν, στων μεμυημένων τα μάτια,
τα πάντα υπεδήλωναν ενός Θεού την παρουσία.ΙΙΙΌταν, σήμερα, οι σοφοί με ακρίβεια βεβαιώνουν
ότι, δίχως ψυχή, αέναα περιστρέφεται μια σφαίρα
τότε, ένα άρμα, ολόχρυσο, ο Ήλιος οδηγούσε
μες στο απέραντο, σιωπηλό του μεγαλείο.
Οι Ορεάδες συνωστίζονταν στα ύψη.
Σε κάθε δέντρο κατοικούσε μια Δρυάδα.
Αξιαγάπητες των Ναϊάδων ήσαν οι κλεψύδρες,
που εξετόξευαν αφρούς αργυρούς στων ποταμών το κύμα.
IV
Η Δάφνη περιστρέφονταν. Βοήθεια εκλιπαρούσε.
Άφωνη η κόρη του Ταντάλου στη ρωγμή των βράχων ζούσε,
της Σύριγγας απ’ το καλάμι ανέρχονταν οι θρήνοι,
της Φιλομήλας η επώδυνη κραυγή απ’ το άλσος υψωνόταν,
το ρυάκι εδέχονταν της Δήμητρας τα δάκρυα,
που για την κόρη της, την Περσεφόνη, έκλαιε, θρηνούσε.
Και από την κορυφή του λόφου εκείνου, η Κυθέρεια
Εξέπεμπε τις ικεσίες της. Μάταια όμως προς τον ωραίο της το φίλο.
V
Απ’ τη φυλή του Δευκαλίωνος κατάγονταν ακόμη τότε
οι κάτοικοι του Ολύμπου. Για να νικήσουν και να κάμψουν
την άμυνα της Λητούς με των βοσκών οπλίζονταν την ράβδο.
Ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων, των ηρώων
Και των θεών βασίλευε, η αγάπη και μ’ έναν,
μ’ έναν ιερό δεσμό τους έδενε όλους.
Άνθρωποι, ήρωες, θεοί τιμές ανέπεμπαν στην Αμάθεια – Αφροδίτη
VI
Το ύφος το αυστηρό, η θλίψη, είχαν εγκαταλείψει,
είχαν εξορισθεί, απ’ την τερπνή ζωή τους πλέον.
Όλες οι καρδιές επάλλονταν από της ευτυχίας
τους ρυθμούς. Ο ένας ευτυχής ήταν σύντροφος και φίλος
του άλλου, του ευτυχούς. Τίποτε δεν ήταν ιερό παρά μόνον το Ωραίο.
Οι θεοί δεν εδίσταζαν, οιανδήποτε χαρά κι’ εκείνοι να απολαύσουν,
εφόσον η Μούσα ήδη η σεμνή την είχεν ενσαρκώσει,
και η Χάρις την προέβαλε, την συνιστούσε Εκείνη!
VII
Οι ναοί σας ήσαν γελαστοί και τα άλλα κτίρια
τα έργα των ηρώων, τα τρόπαια τα δικά σας εξυμνούσαν.
Στις εορτές του Ισθμού, κατάμεστα από στεφάνια,
τα άρματα, σαν αστραπές πετούσαν προς το τέρμα.
Έμψυχοι οι χοροί και με συνδυασμούς ωραίους
έκλειναν τον μεγαλοπρεπή βωμό με έναν εξαίσιο κύκλο.
Τους κροτάφους σας οι στέφανοι της νίκης διακοσμούσαν.
Και στέφανοι άλλοι εστόλιζαν την μυρωμένη σας κόμη.
VIII
Τα πρόσχαρα, τα ευφρόσυνα: «Εβοέ» των Θυρσοφόρων,
η μεγαλοπρεπής η ζεύξη των πανθήρων
ανάγγελλαν την έλευση της Χαράς του Αγγελιοφόρου
προηγούνταν με χορούς οι Σάτυροι και οι Φαύνοι.
Αναπηδούσαν γύρω τους οι έξαλλες Μαινάδες.
Οι χοροί τους τον γλυκό τον Οίνον εξυμνούσαν
και έγχρωμη του Ξένιου, του Ουρανίου η όψη
καλούσε τους θνητούς να αδειάσουν το κροντήρι.
IX
Δύσμορφος ένας σκελετός την εποχήν εκείνη
του ετοιμοθανάτου δεν επλησίαζε την κλίνη.
Την τελευταία του πνοή ένα φίλημα αποσπούσε
τον δαυλό του προς τη γη χαμήλωνε ένα πνεύμα
και τον σκληρό αδυσώπητο ζυγό του Όρκου
με το ένα χέρι του ο εγγονός μιας θνητής κρατούσε
και η μελωδία η μελαγχολική του ραψωδού της Θράκης
κι’ αυτές, κι’ αυτές τις Εριννύες συγκινούσε.
Χ
Πρόσχαρη η σκιά ανεύρισκε και πάλι τις χαρές της
στων Ηλυσίων τα πεδία. Η πιστή αγάπη,
ανεύρισκε και πάλι τον πιστό τον σύντροφό της
και των αρμάτων ο οδηγητής θα επανιδεί
το στάδιό του. Η λύρα του Λίνου έμελπε, εκ νέου,
τα γνωστά του άσματα. Ο Άδμητος θα συναντήσει
της Άλκηστης τους κόλπους. Ο Ορέστης θα επανεύρει
το φίλο του. Τα αιχμηρά του βέλη ο Φιλοκτήτης.
ΧΙ
Επεφύλασσαν υψηλότερα για τον αγωνιστή βραβεία,
που της αρετής είχε διασχίσει το δρόμο, τον ανάντη.
Αυτοί που επετύγχαναν λαμπρούς, μεγαλειώδεις άθλους,
υπερέβαιναν το ορόσημο που τους θνητούς απ’ τους θεούς χωρίζει.
Εμπρός σ’ αυτόν που τους νεκρούς μετέφερε υποκλινόταν
με ευλάβεια και σιωπή η σύνοδος των θεών, των αθανάτων.
Ανάμεσα στα κύματα, απ’ το φως ο οδηγός καθοδηγείται,
που του εκπέμπει, από την κορυφή του Ολύμπου, το ζεύγος των Διδύμων.
ΧΙΙ
Ωραίο Σύμπαν! που είσαι τώρα. Έλα και πάλι
πολυθέλγητρη εποχή των εαρινών ανθέων.
Α! Δεν υπάρχουν πλέον παρά στη χώρα μόνο
των ποιητικών στροφών, τα μυθικά σου ίχνη.
Η εξοχή είναι νεκρή, χωρίς χλόη και φύλλα.
Καμμιά θεότητα τα μάτια μου δεν θέλγουν πλέον.
Αλλοίμονο! Από της εποχής εκείνης της θερμές εικόνες
η σκιά απέμεινε. Η σκιά, αυτή και μόνη!
ΧΙΙΙ
Όλα τα ωραία άνθη κατά γης έχουν τώρα πέσει,
κάτω από την παγερή πνοή του Βορρείου – Ανέμου.
Έναν και μοναδικό Θεό για να συγκροτήσουν και να πλάσουν
θα’ πρεπε ν’ αφανισθεί των αρχαίων θεών ο κόσμος.
Μελαγχολικό το βλέμμα μου στον έναστρο ουρανό δεν σε αντικρύζει
ώ Σελήνη. Η έκκλησή μου αντηχεί ανάμεσα στα δάση
και ανάμεσα στα κύματα του πόντου. Ωστόσο,
αλλοίμονο! Η ηχώ, που ως εμένα φθάνει, κενή είναι κι’ εκείνη!
ΧIV
Αναίσθητη για τα χαρωπά τα δώρα που προσφέρει
αδιάφορη για το δικό της φέγγος και τη λάμψη,
αναίσθητη για το Πνεύμα που την καθοδηγεί και την εμπνέει,
αδιάφορη, αν εγώ είμαι ευτυχής ή όχι,
αναίσθητη ακόμη για τη δόξα του Δημιουργού της,
παρόμοια μ’ ενός ωρολογίου τους νεκρούς τους κτύπους,
στο Νόμο της Βαρύτητος υπακούει και υποκύπτει,
ναι, η Φύσις την υπόσταση τη θεϊκή της έχει χάσει.
XV
Για να ανακύψει, για να αναγεννηθεί η Φύσις,
τον ίδιο τάφο της ανοίγει, σήμερα τώρα,
και περιφέρονται μ’ έναν τροχό, τον ίδιο πάντα,
και περιστρέφονται από μόνες τους, οι ωχρές σελήνες.
Από τώρα κι’ έπειτα επέστρεψαν στη χώρα
των ποιητών οι θεοί. Ανώφελοι σ’ αυτό το Σύμπαν,
που ελεύθερο από τους χαλινούς που το κρατούσαν
συγκρατείται, ισορροπεί με τις ίδιες του δυνάμεις.
XVI
Έφυγαν οι θεοί και ό,τι ωραίο ήταν
και ό,τι ήταν ευγενές το έσυραν μαζί τους.
Απέσυραν όλα τα χρώματα, όλους τους τόνους
τους αρμονικούς και απέμεινε η άψυχη μόνο λέξη.
Από τον κατακλυσμό του χρόνου αποσπασμένοι
έχασαν την έδρα τους. Στις κορυφές εσώθησαν της Πίνδου.
Ό,τι προορισμένο ήταν αθάνατο να μείνει στων ποιητών το άσμα,
καταδικάστηκε στη γη νεκρό να καταπέσει.-
«ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»
Johann Friedrich Schiller
Johann Friedrich Schiller
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου