Ενα πένθιμος βαρύς ίσκιος, αδιόρατος ωστόσο, επικρέμαται πάνω από τα εννέα διηγήματα του Κώστα Καβανόζη. Οι γαλήνιες εικόνες που αναθάλλουν μέσα από την εξαίρετη γραφή μοιάζουν να διαπερνώνται από τη δριμύτητα μιας ακάθεκτης συγκίνησης, της συγκίνησης του χαμένου χρόνου. Τα τοπία της μνήμης απλώνονται με νωχέλεια στις σελίδες, σαν αδήριτο κάλεσμα σε ένα κομμάτι ονείρου. Είναι τοπία φασματικά, μεταμορφωμένα σε ουτοπία μέσα από το ξεγέλασμα της ανάμνησης. Είναι επίσης απροσπέλαστα και μόνον οι λέξεις μπορούν, και πάλι παροδικά, να συνεργήσουν στην αυταπάτη της προσέγγισής τους. Τα πρόσωπα των ιστοριών κεραυνοβολούνται από αυτές τις ανέλπιστες αστραπές ενός χρόνου παλαιού και αδημονούν για το αδύνατο, σπαράζουν για μια όλως διόλου ανέφικτη επιστροφή. Η ωραιότητα που αντικρίζουν βρίσκεται πολύ μακριά τους, έχει νεκρωθεί στιγμή προς στιγμή από όλες εκείνες τις ημέρες που εξύφαναν αναπόδραστα τη νοσταλγία του τωρινού τους βλέμματος.
Ο Καβανόζης αποδίδει με υποδειγματική λεπταισθησία την εξορία από χρόνους ανεπανάληπτους, που τα πιο πολύτιμα θρύμματά τους διαφυλάττει η μνήμη· εφεδρείες για τις ξιφομαχίες της με το παρόν. Η γλώσσα αναλαμβάνει να μεταφέρει το αβάσταχτο αίσθημα της απώλειας και ενός αγεωγράφητου νόστου, με λέξεις που συναρμόζονται σε προτάσεις με τη λεπτότητα και την ανάερη κομψότητα της ποίησης. Η ποιητικότητα ενθαρρύνει την παρείσδυση στην αφήγηση ενός αφόρητου ψυχικού φορτίου, που σπαράσσει τα πρόσωπα, τα οποία γίνονται βορά όλων όσα έχουν ανέκκλητα χάσει και επιστρέφουν στο μυαλό μόνο για να ξαναθυμίσουν τον χαμό τους.
Εκπληκτικές είναι στη συλλογή οι αντιθέσεις της εικονοποιίας. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το διήγημα «Πηγαινέλα», όπου αποκαλύπτεται μια μαγική ταφική εικόνα. Ενα σμήνος από παιδιά λικνίζεται πάνω σε ουράνιες κούνιες, συνεχίζοντας στα σύννεφα παιχνίδια που διακόπηκαν άωρα. Θαμβωτικές αντινομίες διατρέχουν και το εναρκτήριο κείμενο («Species horrenda»), όπου η αυτοχειρία τού ήρωα προαναγγέλλεται από μια εδεμική σκηνογραφία, η οποία πρόβαλε ξαφνικά επέκεινα του μπαλκονιού του. Η λαμπρότητα του οράματος ήταν τόσο μαυλιστική, που ο Πέτρος του διηγήματος παραδόθηκε ευδαίμων στο κενό και στην ασφαλτοστρωμένη συντριβή, λαχταρώντας την κατάδυση στα παραδείσια νερά, που έβλεπε να κυματίζουν μπροστά του. Ηταν όμως στύγια ύδατα, τα οποία διέρρεαν έναν νεκρό τόπο της παιδικής ηλικίας και εκείνος τώρα τα ατένιζε από ένα ύψωμα φαντασιώδες. Τυφλωμένος από το ανοιξιάτικο φως, το οποίο πολιορκούσε σαν διάπυρη φενάκη ανομολόγητα ερέβη του μυαλού, «αθεράπευτα εξημμένος απ' το βουβό θέλγμα», ο Πέτρος, στην πιο κρίσιμη ώρα του, «αντίκριζε ένα απαράμιλλο θέαμα φρικώδους ομορφιάς, στην τερατώδη γοητεία του οποίου δεν θα μπορούσε παρά, αργά ή γρήγορα, να υποκύψει». Και όντως υπέκυψε. Βυθίστηκε εκστασιασμένος σε αυτή την αιφνίδια θάλασσα, την οποία δεν δίστασε στιγμή να εμπιστευτεί, μολονότι ήξερε πως οι εξαίσιοι ιριδισμοί στην αστραποβόλα επιφάνειά της δεν ήταν παρά «πολύχρωμα κουφάρια που ολοένα αναδύονταν από τα βάθη της». Ενδεχομένως ονειρώδης να υπήρξε η στιγμή του θανάτου και για τον ήρωα του επόμενου διηγήματος («Αρωμα λεμόνι»). Υδρόφιλο και μυροφόρο το τέλος του, με την τελευταία ανάσα να την ευφραίνει το άρωμα λεμονιού του σαπουνιού με το οποίο είχε πλύνει το ήδη τελειωμένο σώμα του. Απολαυστική η υποβόσκουσα ειρωνεία για τις συζεύξεις που αποτολμά. Η καθαρτήρια ματαιοπονία του ήρωα φανερώνεται έκτυπη από τον αδόκητο θάνατό του, που έρχεται να λερώσει το αποκαθαρμένο του σώμα. Το άρωμα λεμόνι ξεψυχά μέσα στη δυσωδία της αποσύνθεσης, έχοντας προλάβει ωστόσο να χαρίσει στις αισθήσεις ένα φευγαλέο ηδονικό ρίγος. Ο συγγραφέας παρατηρεί με βλέμμα βιτριολικό τον ήρωά του να κάνει ντους και το νερό να γλιστρά από το σώμα του, κλέβοντάς του τον χρόνο που του απόμενε. Στο σιφόνι η βρομιά συμπλέει με τις ύστατες στιγμές του και η τρύπα της μπανιέρας μεγεθύνεται σε μακάβρια χοάνη, η οποία παραμονεύει το «μικρό βρόμικο ρυάκι», τη σύντομη ζωή του. Και η χαρά της μικρής νίκης στο τέλος κάθε ημέρας, όταν ξεπλενόταν από τους λεκέδες σχεδόν ενός ολόκληρου εικοσιτετράωρου, αποδεικνύεται αίφνης σκέτη τραγική ειρωνεία. Από αυτό το ολίγιστο κατόρθωμα αναρριγούσε το σώμα του ήρωα, πριν από την τελεσίδικη ήττα του, όταν νόμιζε ότι τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα είχαν κατατροπωθεί από «μιαν απαλή μυρωδιά λεμονιού και μιαν αίσθηση καθαριότητας, που μπορεί βέβαια να μη διαρκούσαν πολύ, καθώς σύντομα θα έδιναν τη θέση τους σε καινούργια εικοσιτετράωρα, ήταν ωστόσο ένας στιγμιαίος προσωπικός του θρίαμβος εναντίον της καθημερινής ροής των πραγμάτων».
Ενα δολερό παιχνίδι του μυαλού με τον θάνατο εκτυλίσσεται στο διήγημα «Ενας!». Η γραφή υποδύεται εκπληκτικά τη συνειδησιακή ζάλη και ο αφηγητής βρίσκεται παγιδευμένος σε αλληλοαναιρούμενες εκδοχές, την ίδια στιγμή που το αίμα μουσκεύει το πρόσωπό του. Η σκέψη του αναπαράγει σαν ηχώ τον κρότο του πυροβολισμού, αλλά αδυνατεί να διανοηθεί την τροχιά της σφαίρας και ποιο χέρι ήταν αυτό που τελικά πάτησε τη σκανδάλη. Ο ήρωας, έρμαιο μιας γλώσσας παράφρονος, βίαια αφοπλισμένης και διάτρητης, όπως το κρανίο του, μετέρχεται διάφορες διανοητικές υπεκφυγές προκειμένου να αποποιηθεί την ευθύνη του απονενοημένου. Αμετανόητος ακόμη και μέσα στον τάφο, τρέμει τη φρικτή στιγμή της διαύγειας και εκλιπαρεί για μια επιπλέον σφαίρα, ώστε να απαλλαγεί διά παντός από την επίγνωση του θανάτου του· αποζητά τη σφαίρα εκείνη που θα έδινε τη χαριστική βολή στη νεκρική μυρωδιά των σάπιων λουλουδιών και στο ξύλο ολόγυρά του.
Το «Ολα τα λάφια» είναι ένα από τα πιο γοητευτικά διηγήματα της συλλογής και διαθέτει τη μελιχρότητα ενός παραμυθιού, διαποτισμένου ωστόσο από πένθη. Ο αφηγητής αλιεύοντας μοτίβα από ένα διήγημα του Βιζυηνού επιχειρεί να συνομιλήσει μαζί του, τείνοντάς του μια γέφυρα από λέξεις. Η προσμονή αυτού του υπερβατικού ανταμώματος εντός της επικράτειας του γραπτού λόγου, αποτυπώνεται με λεπτοφυή εκφραστικά παίγνια. Ο αφηγητής καλεί τον Γέρο Μόσκο, διηγηματογραφικό αποκύημα του Βιζυηνού, να τον συντροφεύσει στην αναδρομή του στα παιδικά του χρόνια και στις σελίδες ενός γαλάζιου βιβλίου με παραμύθια, όπου έλαβε χώρα η πρώτη γνωριμία του με τον συγγραφέα από τη Βιζύη. Επίμονες οι παροτρύνσεις του ήρωα προς τον Γέρο Μόσκο να έρθει ξανά κοντά του και να συρθεί, όπως άλλοτε, μέσα στις μέρες του, σαν «έρμα από θύμηση αφανέρωτη» και να σταθεί, ολόιδιος με τη μορφή του στις παλιές εικονογραφημένες σελίδες, «μπροστά απ' της μνήμης το τζάμι». «Πήγαινε, Γέρο Μόσκο, πήγαινε, σε λέξεις μονάχα σε στέλνω». Μάταιο όμως το προσκλητήριο. Διότι οι λέξεις μπορεί να μένουν, όμως οι μέρες φεύγουν και ο Γέρος Μόσκος, όπως και εκείνος που τον αποζητά, δεν δύναται να επιστρέψει σε έναν χρόνο φευγάτο, όταν ο ίδιος ήταν το παραμύθι ενός παιδιού. Και σε αυτό το παιδί, απαρηγόρητο τώρα επειδή ακριβώς μεγάλωσε, μοιάζει να απευθύνεται ο Γέρο Μόσκος, λέγοντάς του πως αδίκως περιμένει πίσω από το τζάμι να ξεκινήσει «το σμίξιμο το αλλόκοτο», γιατί το σμίξιμό τους σταμάτησε πριν από καιρό, «σώθηκε πια μέσα στις μέρες μας τις ξημερωμένες, παιδί μου, τις ανυπόμονες, τις γοργές». Ο ήρωας αναγκάζεται να υποταχθεί στη νομοτέλεια του χρόνου, αδυσώπητη ακόμα και για τα πλάσματα των λέξεων, και μεταστοιχειώνει αθύμως τη χιμαιρική του ικεσία σε ενήλικη διαπίστωση. Απευθυνόμενος με τη σειρά του στον ήρωα του παραμυθιού, ομολογεί: «Με λέξεις θυμάμαι, μέρες δικές μου ξημερωμένες που βράδιασαν».
Ο Καβανόζης διαλέγεται σε μελαγχολικούς όσο και παραισθητικούς τόνους με όλα τα χαμένα που πενθεί. Η γλώσσα νοσταλγεί επιστρατεύοντας όλη τη λυρική της εκλέπτυνση, όμως δεν παραλείπει να συγκρατήσει τον απόηχο ενός γέλιου, που αντηχεί υπόκωφα στο βάθος των λέξεων, περιγελώντας με συμπάθεια τον λυγμό και το πάθος τους. Και είναι αυτή η ικανότητα της γραφής να εναγκαλίζεται με θέρμη τις πιο αντιφατικές αποχρώσεις και τονικότητες, χάρη στην οποία σμιλεύονται στις σελίδες υπέροχα μνήματα για εκείνα τα μικρά και μεγάλα, που η ζωή μάς υποχρεώνει να κηδεύσουμε. Εν ολίγοις, η γραφή του Καβανόζη ασπαίρει τόσο με όνειρα όσο και με εφιάλτες και ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας επιλέγει να κλείσει τη συλλογή με έναν φαντασιοκόπο που περιδιαβάζει στα σκοτάδια αναζητώντας φεγγάρια. Μπορεί οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά του μέσα στη νύχτα να ανήκουν στη ρυμοτομία του Κάτω Κόσμου, όμως εκείνος τους περπατά χαρισάμενος, με τη βεβαιότητα ότι στο τέλος των δρόμων ο κόρφος του θα γεμίσει από το φως όλων των πεταμένων φεγγαριών. Ενα φως αναγκαίο, αν μη τι άλλο, για να κατακυρωθεί το σκοτάδι. Τους ίδιους δρόμους παίρνει και ο Κώστας Καβανόζης στις σελίδες του, κάνοντας τη μνήμη να ανάψει για να φανεί η αφώτιστη όψη των διηγηματογραφικών του νοσταλγών. *
εκδόσεις Πατάκη, σ. 123, ευρώ 10,50
από τη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ
5 σχόλια:
Φιλαράκι μου, πες μου που ήταν οι κυρίες της προηγούμενης ανάρτησης να το πάθω κι εγώ!
Περαστικά πάντως και ευχαριστώ για την σύσταση του βιβλίου.
Θα το αναζητήσω.
Άντε να ανταμώσουμε γιατί η ζωή έχει τις αναποδιές της και χρειαζόμαστε γερά στηρίγματα.
Καλημέρα φίλε!
Ενδιαφέρον φαίνεται!
Καλές πωλήσεις εύχομαι!
Φιλιά πολλά
Καλό Σ/Κ
@ Φίλε Βαγγέλη
Οι εν ..φώτο κυρίες ΘΑ ήθελα να ήταν στο νοσοκομείο της Κοζάνης (μπορεί να είχαν και ρεπό, ποιός ξέρει;). Ευχαριστώ για τις ευχές σου. Έτσι είναι, μετά από τόσα χιλιόμετρα χρειάζεται ένα καλό service. Κάποια στιγμή θα συναντηθούν τα σαραβαλάκια.
Καληνύχτα, θα σε ακούσω τη Δευτέρα.
@ Φιλενάδα
Δεν είναι δικό μου. Το δικό μου θα το βάλει στο site του ο Καβανόζης... αλλαξοκωλιές! Πάντως είναι καλό και μη δίνεις σημασία στις φαρφαρόνικες αρλούμπες της παρουσίασης.
@ εμ βαγγέλη, εμ φιλενάδα
το τεστ κοπώσεως δεν τό'βγαλα όλο (για να λέμε την αλήθεια), αλλά μετά από καναδυό μέρες έκανα ένα τεστ καταπόσεως με τσίπουρα και τό'βγαλα μέχρι τέλους ... γερό σκαρί!!!
Διαβάζω κι εγώ η έρμη την παρουσίαση του βιβλίου και λέω: Δεν είναι αυτός ο Τεμαχιστής... αυτές τις, με το συμπάθιο, μπουρδολογικές περισπουδασιές δεν τις συνηθίζει.
Στα σχόλια, ευτυχώς, το έσωσες το θέμα και θα το αναζητήσω το βιβλίο.
Καλοτάξιδο και να προσέχουν βρε παιδί μου τι λένε για τα βιβλία... Οπισθόφυλλο είναι αυτό; Ελπίζω όχι. Θεέ μου συγχώρα με.
Οι "περισπουδασιές" είναι από την παρουσίαση στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας και φυσικά δεν έχουν σχέση με μένα, αλλά ούτε και με τον Καβανόζη.
Ξέρεις φιλενάδα,καμιά φορά οι γλυκαναλατιές πιάνουν στο ευρύ(!) κοινό και το ενθουσιάζουν. Εντάξει γι' αυτούς που ξέρουν να διαβάζουν μπορεί να ξενίζουν, αλλά έτσι ήταν πάντα η ...δημοκρατία (βλέπε: μειοψηφία αναγνωστών)
Δημοσίευση σχολίου