2/11/08

ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ ΙΙ «Ο ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ»

Του ήταν αδύνατο να φαντασθεί τον εαυτό του στην κατάσταση που βρισκόταν. Μέχρι και πριν μερικές μέρες ζούσε «κανονικά», με τις παρέες του, τις εξόδους του, τα σινεμά και τα θεατράκια που λάτρευε. Και ξαφνικά βρέθηκε σε ένα διάδρομο νοσοκομείου διακοσμημένου με παιδικές ζωγραφιές και σκανταλιάρικες εικονίτσες στους τοίχους, οι οποίοι επίσης συνηγορούσαν βουβά στην σύγχυσή του, με τα φανταχτερά τους χρώματα. Εντάξει, ήταν κάτι που περίμενε, αλλά αυτό που δεν είχε καταλάβει ήταν: το τι ακριβώς περίμενε. Η σιγουριά του «δεν είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε και ο μόνος» του είχε κλείσει τα μάτια, τον οδήγησε απροετοίμαστο σε μία πρωτόγνωρη σκηνή, την οποία μια παρακολουθούσε σαν θεατής του εαυτού του, και την αμέσως επόμενη στιγμή πρωταγωνιστούσε, νομίζοντας κιόλας ότι βλέπει τις κάμερες να τον καταγράφουν, ζουμάροντας πότε στην καύτρα του τσιγάρου του, και πότε στα αγωνιώδη βλέμματα προς την πορτοκαλί πόρτα (σα φαστφουντάδικου) του θαλάμου ωδινών. Άλλοτε πάλι, εμπνεόμενος από την ευχάριστη (μάλλον, λόγω διακόσμησης) ατμόσφαιρα του διαδρόμου, πηγαινοερχόταν πάνω κάτω, διαλέγοντας προσεχτικά και επιδέξια τα πλακάκια, που θα φιλοξενούσαν περιστασιακά τα βήματά του και φανταζόταν ήχους, νότες και μελωδίες που συνέθετε, σα να ήταν πλήκτρα ενός φανταστικού, τεράστιου και μάλλον στενόμακρου πιάνου.


Την …έμπνευσή του διέκοψε το τσακα-τσουκ από τα τσόκαρα μιας χοντρούλας νοσοκόμας (καμία σχέση δεν είχε με τις νοσοκόμους που είχε «θαυμάσει» σε διάφορες …αισθησιακές βιντεοπαραγωγές), που βιαστικά πέρασε από δίπλα του χωρίς να του δώσει καμία απολύτως σημασία. Ήταν σίγουρος, ότι ούτε οι κάμερες θα την είχαν καταγράψει και τελευταία στιγμή –επανερχόμενος- δεν την παρατήρησε για τον τρόπο που συμπεριφέρεται στα πλακάκια-πλήκτρα του.
«Επρεπε να τη ρωτήσω τι γίνεται, γιατί καθυστερούμε, μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα, καμία επιπλοκή;» σκέφτηκε μεγαλόφωνα –εκτός σεναρίου.
Το μικρό αεριζόμενο θαλαμάκι στο βάθος του διαδρόμου που χρησίμευε σαν χώρος εκτόνωσης των νυν καπνιστών και μετέπειτα γονιών, είχε γεμίσει από καπνό και γόπες, μερικές από τις οποίες κάπνιζαν ακόμα, αναδύοντας μια απαίσια μυρωδιά από το καμένο φίλτρο. Το ορθάνοιχτο παράθυρο σίγουρα κρινόταν ανεπαρκές να ανταποκριθεί στις ανάγκες εξαερισμού. Άλλη μια νίκη της νικοτίνης επί του κατ’ ευφημισμού καθαρού αέρα της πόλης, που από κει φαινόταν ακόμη πιο άσχημη και ασήμαντη, μπροστά σε αυτό που γινόταν στο διπλανό θάλαμο-μυστήριο.
«Το πρώτο σου;» ακούστηκε μια ήρεμη φωνή από δίπλα του. Σχεδόν τρόμαξε. Γύρισε και είδε δίπλα καθισμένο σε ένα καρεκλάκι, από αυτά τα αναδιπλούμενα που χρησιμοποιούνται στις παραλίες, τον …επίδοξο συνομιλητή του, τον κομπάρσο, που του απηύθυνε το λόγο στην ταινία του. Ένα «cut» ακούσθηκε από το στόμα του φανταστικού του σκηνοθέτη, «μισή ώρα διάλειμμα». Ευτυχώς δηλαδή, γιατί έτσι θα μπορούσε να μιλήσει με τον –πρώην αόρατο- κομπάρσο συνομιλητή του.
«Ναι το πρώτο … εσύ;»
«Το τρίτο, ζωή να΄ χουν τα κουνελάκια μου».
Τον κοίταξε αγενέστατα, τον περιεργάσθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, ένοιωσε ότι ο συνομιλητής του ενοχλήθηκε κάπως, που τον κοιτούσε σαν είδος προς εξαφάνιση.
Δεν θα’ ταν πάνω από τριάντα πέντε, σχεδόν συνομήλικοι, καλοντυμένος, φαινόταν και μορφωμένος μέσ’ την «εκνευριστική» ηρεμία του. Αποφάσισε να του αποκαλύψει την αιτία της αγενέστατης συμπεριφοράς του.
«Συγνώμη φίλε μου που σε κοιτώ έτσι, απλά μου φάνηκες πολύ μικρός για τρίτεκνος πατέρας, πότε πρόλαβες;» Ένοιωσε κάπως άβολα που συνέχισε να μιλά και να φέρεται τόσο άγαρμπα, αλλά «ο χώρος και οι στιγμές είναι τέτοιες που δικαιολογούν παρόμοιες οικειότητες» σκέφτηκε από μέσα του και τις σκέψεις του φαίνεται να συμμεριζόταν και ο συνομιλητής του, που από απλός κομπάρσος εξελισσόταν «ευτυχώς στο διάλειμμα» σε συμπρωταγωνιστή του.
«Παντρεύτηκα στα εικοσιπέντε και από τα τριάντα μου μέχρι και σήμερα που είμαι στα τριάντα πέντε γεννοβολάω συνέχεια, όχι εγώ δηλαδή, αλλά η γυναίκα μου,…. τα λατρεύει τα παιδιά … και για μένα βέβαια … ξέρεις είναι μεγάλη χαρά …. Μια ολοκλήρωση … θα δεις.»
Το «θα δεις» αν το άκουγε από κάποιον άλλον, ή αν το διάβαζε κάπου, θα του φαινόταν απειλητικό, αλλά από τον «ομοιοπαθή» και συμπαθέστατο κομπάρσο του, του δημιουργούσε μια ανυπομονησία, μία αίσθηση αναμονής όχι σαν αυτή που είχε προηγουμένως και ήταν περισσότερο αναμονή και αγωνία μαζί για το άγνωστο, αλλά μία αναμονή για κάτι απροσδόκητα ευχάριστο, κάτι που το περίμενε …μια ζωή, κάτι που θα τον «ολοκλήρωνε».
«Ξέρεις», συνέχισε ο κομπάρσος του, αντιλαμβανόμενος προφανώς τις σκέψεις του, «και γω στο πρώτο μου παιδί ήμουν χαμένος, δεν ήξερα ακριβώς τι και πώς να το αντιμετωπίσω … για όλους μας η πρώτη φορά είναι ένα μυστήριο … όλοι νοιώθουμε ότι δεν είμαστε έτοιμοι, ότι είμαστε ανίκανοι να ανταποκριθούμε στις ανάγκες και τις υποχρεώσεις ενός παιδιού, αλλά όλα αυτά θα τα ξεχάσεις μόλις γεννηθεί…»
Κάτι πήγε να πει, κάτι για να δικαιώσει τα λεγόμενα του συνομιλητή του, αλλά αρκέστηκε σε μία καταφατική κίνηση του κεφαλιού του.
« … είναι αλήθεια ότι η ζωή μας έρχεται τούμπα, όλα αλλάζουν, οι καθημερινές μας συνήθειες, οι ώρες μας, η δουλειά μας, ακόμα και οι διακοπές μας …. α!!! ξέχνα μηχανές, σκηνές και σλίπιγκ μπαγκ, … τι να σου λέω … θα τα δεις».
«Με λίγα λόγια δηλαδή ξέχνα τα όλα ε; ή σκάσε και κολύμπα» προσπάθησε να διασκεδάσει την επαναλαμβανόμενη «απειλητική» κατάληξη του λόγου του κομπάρσου «θα δεις».
«Ναι η ζωή σου θα αλλάξει ριζικά. Το «σκάσε και κολύμπα» που είπες, είναι αλήθεια, αλλά όχι απαραίτητα …κουραστική, ή μάλλον καθόλου κουραστική. Το κολύμπι σου αυτό –όπως εγώ το έζησα δηλαδή- είναι ευχάριστο και διασκεδαστικό και θα σε απορροφήσει τόσο, ώστε δεν θα καταλαβαίνεις ούτε κούραση, ούτε κύματα, ούτε τις …ακαθαρσίες που θα κολυμπάνε …αγέρωχες και σφριγηλές δίπλα σου. Πίστεψέ με φίλε μου, δεν έχεις κανένα λόγο να ανησυχείς. Είμαι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά και σε λίγη ώρα θα κρατάς στα χέρια σου τον αφέντη ή την αφέντρα της ζωής σου, της καρδιάς σου, την αγάπης σου. Αλήθεια τι περιμένεις …αγόρι ή κορίτσι;»
«Αγόρι» είπε σχεδόν θριαμβευτικά. Αυτός ο κομπάρσος της πιο χαρούμενης στιγμής της μέχρι τώρα ζωής του (τώρα άρχισε να καταλαβαίνει κάπως, γιατί το λένε αυτό), επιδρούσε τόσο αγχολυτικά επάνω του, του δημιουργούσε μία ευφορία και μία προσμονή, που έτσι του ερχόταν να αρχίσει και αυτός να ζωγραφίζει στους τοίχους παιδικά σχεδιάκια, μπαλόνια και αρκουδάκια. Ήταν σίγουρος ότι οι ζωγραφιστές αυτές σελίδες, που διακοσμούσαν τους τοίχους του διαδρόμου, ήταν σίγουρα εμπνεύσεις χαζομπαμπάδων, που αποτυπώθηκαν με τα χεράκια των παιδιών τους, που θα αντίκριζαν τον κόσμο στιγμές μετά από την τοιχοκόλληση του έργου τους.
Άναψε τσιγάρο προσφέροντας και στον συνομιλητή του, ο οποίος αρνήθηκε γνέφοντας ευγενικά. «Το ‘κοψα … αναγκαστικά βέβαια, αλλά δεν γινόταν αλλοιώς, λόγω των παιδιών. Αρρώστησα …όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι για να καπνίσω … μ’ έφαγε και η Δέσποινα -η γυναίκα μου- … πώς γίνεται βρε φίλε μου πριν παντρευτείς ή έστω και λίγο μετά από το γάμο να μην τους ενοχλεί το τσιγάρο και ξαφνικά να τους πιάνει βήχας και ένας πόνος και μια ανησυχία για την υγεία σου… ε! μπούρου μπούρου γκρίνια, το κρύο στο μπαλκόνι … το’ κοψα και ησύχασα.»
«Μπα η Μαρία μου είναι συμφιλιωμένη με τα «πάθη» μου» είπε με το στυλ κάποιου που ελέγχει την κατάσταση, αλλά από μέσα του αναρωτήθηκε «ή όχι;».
Ο συνομιλητής του χαμογέλασε λίγο σαρκαστικά. «Σε όλα πρωτάρης είσαι φίλε μου ε;»
Σήκωσε τους ώμους ντροπιασμένος σχεδόν, αλλά αυτή τη στιγμή δεν τον απασχολούσε καθόλου η εξέλιξη της συζυγικής του ζωής και η αλλαγή –όπως λένε οι κακές γλώσσες- της συμπεριφοράς της γυναίκας του. Άλλο ήταν αυτό που το έκαιγε και τον απασχολούσε και αδημονούσε να αντλήσει, όσο γινόταν περισσότερο κουράγιο και αισιοδοξία, από τα λεγόμενα του κομπάρσου του.
«Πες μου, πώς ένοιωσες εσύ τη πρώτη φορά … στο πρώτο σου παιδί εννοώ»
«Και πώς νομίζεις κατάλαβα ότι είναι το πρώτο σου παιδί; Τόση ώρα που πήγαινες πάνω κάτω και έκανες σχεδιασμούς πορείας στα πλακάκια, σε παρακολουθούσα και θυμόμουνα τον εαυτό μου. Δεν σου κρύβω ότι γέλασα κιόλας μαζί σου, τι γέλασα δηλαδή, το καταδιασκέδασα. Είχα ακριβώς την ίδια συμπεριφορά, την ίδια χαμένη όψη και κοιτούσα γύρω μου και αναρωτιόμουν για το τι δουλειά είχα εδώ … όλοι έτσι είναι … κοίτα γύρω σου»
Γύρισε αιφνιδιασμένος το κεφάλι του. Θα ήταν περίπου άλλα δέκα άτομα που κάναν βόλτες στο διάδρομο. «Μα πού βρέθηκαν όλοι αυτοί;» αναρωτήθηκε, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει φωναχτά. Ήταν εδώ όλοι την ώρα και δεν τους έβλεπε; Δεν ήταν δηλαδή αυτός ο πρωταγωνιστής στην ταινία του; Μήπως και αυτός ήταν απλός κομπάρσος και η μουσική δεν έβγαινε από τα πλακάκια, απλά από ένα μεγάφωνο στο βανάκι του ήχου; Και τότε ο –πρώην- κομπάρσος τι ήταν; «Τρελά πράγματα» σκέφτηκε, αλλά επανακτώντας την «επαφή» του γύρισε το κεφάλι στον αγχολυτικό συνομιλητή του και με ένα νεύμα του έδωσε το λόγο να συνεχίσει.
«Μη νομίζεις ότι εγώ το παίζω πολύπειρος. Και γω έχω το άγχος μου, απλά όμως εγώ ξέρω τι περιμένω, γι’ αυτό δείχνω ήρεμος. Ξέρω ότι σε λίγο θα κρατώ στην αγκαλιά μου μια ζωή … μια ακόμα ζωή μου … έναν ακόμη εαυτό μου … και περισσότερο από τον εαυτό μου … χιλιάδες εαυτούς μου … μην με παρεξηγείς, μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά τέτοια μηδαμινά συναισθήματα και κολλήματα δεν χωρούν σε μια τέτοια σχέση … όταν το πάρεις στα χέρια σου θα καταλάβεις … ένα τόσο δα πραγματάκι … εύθραστο … ανυπεράσπιστο».
Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα, οι κόρες τους είχαν διασταλεί σα να ζούσε τα λεγόμενα του συνομιλητή του, τόσο ζωντανά, τόσο φορτισμένα, σαν πρόβα τζενεράλε πριν τη μεγάλη πρεμιέρα που πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή. Κοίταξε προς το μέρος του, από την ένταση της περιγραφής είχε δακρύσει και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σκουπίσει τα δάκρυά του να το κρύψει. Σηκώθηκε από το καρεκλάκι του και τον πλησίασε. Ακούμπησε το δεξί του χέρι στον ώμο του. Ένοιωσε μέσα από το χοντρό σακάκι του μια σιγουριά και μια ζεστασιά συνάμα να τον κατακλύζει.
«Άκου πρόσκαιρε φίλε μου …» Το ύφος του τον κεραυνοβόλησε. Του θύμισε τον πατέρα του. «Τι κρίμα που δεν είναι μαζί μου, τι κρίμα και γι΄αυτόν να μη ζήσει μια τέτοια στιγμή» σκέφτηκε, αλλά το ξεπέρασε γυρίζοντας πίσω στην πηγή της τη σταγόνα που πήγε να κυλήσει στο μάγουλό του.
«… Από τη στιγμή που γεννηθεί το αγόρι που περιμένεις, και όταν το πάρεις στην αγκαλιά σου, να ξέρεις ότι ο εαυτός σου δεν θα σημαίνει πια τίποτα για σένα. Μην τρομάζεις … άκουσε. Θα νοιώσεις το αεράκι να σε διαπερνάει και αυτό το αεράκι δεν θα’ναι τίποτε άλλο, όπως έγραψε και επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία ο Καζαντάκις, από αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Θα είσαι ο αγωγός, ο κομιστής, αν θέλεις, που είναι και λέξη της μόδας τελευταία, του εαυτού σου, του πατέρα σου, του παππού σου, κ.ο.κ. Όλοι σας θα περάσετε σε αυτό το αγόρι. Θα είναι ο γιος σου και μαζί ο εαυτός σου, ο πατέρας σου και όλοι σου οι πρόγονοι… ένα γενεαλογικό δέντρο, ο καθρέφτης όλων αυτών που κουβαλάμε μέσα μας … και όταν το αγαπάς, είναι σαν να αγαπάς όλους αυτούς που έζησαν και σου μετέφεραν εσένα αυτό το αεράκι …»
Τράβηξε το χέρι του και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Ετσι κοιτώντας την πόλη, που το σούρουπο σε συνδυασμό με την ομίχλη που είχε αρχίσει να τη σκεπάζει, είχε μια όψη απόκοσμη … σαν τα λόγια του. Με γυρισμένη την πλάτη, κρύβοντας τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάγουλά του, απλά γιατί ήταν δικά του και τα ήθελε σε αποκλειστικότητα, συνέχισε.
«… ξέρεις πότε τα κατάλαβα όλα αυτά; … παίρνοντας πρώτη φορά το πρώτο μου παιδί –δεν συμβαίνει μόνο στο πρώτο, αλλά σε όλα έτσι νοιώθεις- το γιο μου στην αγκαλιά μου … το μόνο που σκεφτόμουν, το μόνο που με ανησυχούσε ήταν ο φόβος μου … ο δικός μου φόβος να μην πάθει κάτι κακό … ξέρεις … δεν πιστεύω σε θεούς και τέτοια πράγματα, και αυτό με δυσκόλεψε, γιατί έψαχνα να απευθυνθώ κάπου … κάποιον να μου εγγυηθεί … κάποιον, κάτι, για να του πω ότι αυτό το πλασματάκι δεν πρέπει να πάθει κάτι, κανένα κακό να μην του συμβεί και αν ήταν να πάθει κάτι κακό, να μπορούσα να προσφερθώ εγώ, να ανταλλάξω… να κόψω το χέρι μου, το πόδι μου, το κεφάλι μου χιλιάδες φορές, να δώσω τον εαυτό μου, γι’ αυτό, για να αναπνέει, να βλέπω τα ματάκια του να με κοιτάζουν …»
Γύρισε. Με κοίταξε. Μια γυαλάδα είχε μόνο μείνει στα μάτια του από τα δάκρυα που είχαν σχεδόν παγώσει στο βρώμικο περβάζι του παραθύρου.
«Από δω και πέρα θα πρέπει να ξεχάσεις τα πρωταγωνιστιλίκια σου, ξέχνα τον εγωισμό σου και αφιερώσουν. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτε ιδιαίτερο, θα’ρθει μόνο του, μην ανησυχείς καθόλου, όπως σου είπα είναι μέσα μας … απλά να αγαπάς τον εαυτό σου –όπως ξέρεις πολύ καλά να κάνεις- και αυτό θα εισπράττει την αγάπη σου και θα σου την ανταποδίδει στο πολλαπλάσιο. Μέσα από αυτό και συ θα νοιώσεις την αγάπη που δεν πρόλαβες να πάρεις από τον πατέρα σου, την αγάπη του παππού σου που δεν σε γνώρισε …»
«Κύριε Παπαζαχαρίου» ακούστηκε η φωνή της νοσοκόμας, που προηγουμένως είχε αποσυντονίσει την έμπνευσή του με το φάλτσο περπάτημά της, και που ταίριαζε απόλυτα με τα επιπλέον κιλά της. «Αγοράκι, να σας ζήσει»
Ήθελε να τρέξει, αλλά τα πόδια του –σχεδόν τρεμάμενα- δεν τον βοηθούσαν. Εφτασε στην πόρτα. Γύρισε να δει τον κομπάρσο του για να τον χαιρετήσει και μαζί να πάρει κουράγια, δεν τον είδε και έλειπε και το πτυσσόμενο καρεκλάκι. Η χοντρούλα νοσοκόμα τώρα του φάνηκε θεά, κανένα ψεγάδι δεν βρήκε πάνω της καθώς του έδινε στην αγκαλιά το γιο του. «Ευχαριστώ» ψέλλισε βουρκωμένος. Σχεδόν δεν ένοιωθε το βάρος του, μόνο δυο μάτια να τον κοιτάνε επίμονα. Ναι ήταν ο γιος του. Ετσι καθώς η πόρτα της αίθουσας ήταν ανοικτή ένοιωσε ένα αεράκι να τον χαιδεύει. Γύρισε. Το φεγγάρι είχε αρχίσει να βγαίνει φυλακισμένο θαρρείς ανάμεσα από δύο κακόγουστες και γκριζαρισμένες πολυκατοικίες, μια λάμψη σχεδόν τον τύφλωσε στιγμιαία, καθώς το κιτρινωπό φως του «χτύπησε» σε μια υγρή σταγόνα στο περβάζι του παραθύρου και με στοχευτική δυνότητα σημάδεψε κατευθείαν στα μάτια του. Χαμογέλασε.
Ήταν ευτυχισμένος και …δεν ήταν μόνος του.

Έφερε με προσοχή τον πρωταγωνιστή του στα χείλη του και τον φίλησε στο μέτωπο.

«Καλώς τον».-

Δεν υπάρχουν σχόλια: